ημικύλινδρος

ημικύλινδρος
ημικύλινδρος, ὁ (Α)
1. μισός κύλινδρος
2. ως επίθ. ημικυλινδρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡμικυλίνδρου — ἡμικύλινδρος half cylinder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμικυλίνδρων — ἡμικύλινδρος half cylinder masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμικυλίνδρῳ — ἡμικύλινδρος half cylinder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμικύλινδρον — ἡμικύλινδρος half cylinder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημικυλίνδριον — ἡμικυλίνδριον, τὸ (Α) [ημικύλινδρος] ημικύλινδρος, μισός κύλινδρος …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”